- ποδοκρότημα
- τοθόρυβος που δημιουργείται με το χτύπο των πελμάτων, συνήθως σε ένδειξη αποδοκιμασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποδοκρότημα — το, Ν ρυθμικό χτύπημα τών ποδιών στο δάπεδο σε ένδειξη αποδοκιμασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκροτώ. Η λ., στον πληθ. ποδοκροτήματα, από το 1819 στον Χ. Δ. Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
ποδοκρουσία — η, Ν το ποδοκρότημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κρουσία (< κρούω), πρβλ. κωδωνο κρουσία] … Dictionary of Greek
ποδοκτύπημα — το, Ν [ποδοκτυπώ] το χτύπημα τών ποδιών στο δάπεδο, ποδοκρότημα … Dictionary of Greek
φτερνοκόπημα — το, ατος και φτερνοκόπι, το 1. το να χτυπάει κανείς κάτι με τις φτέρνες, η φτερνιά (βλ. λ.), το ποδοπάτημα, ιδίως το να χτυπάει κανείς με τις φτέρνες το έδαφος, το ποδοκρότημα. 2. η φτερνιά (βλ. λ.). 3. (ναυτ.), το να χτυπάει στο βυθό το πηδάλιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)